- τοξικαρόλη
- η, Ν(βιοχ.) ένωση που λαμβάνεται από διάφορα τροπικά λεγκουμινώδη φυτά, έχει συγγένεια με την ροτενόνη και είναι τοξική για τα ψάρια, τα καρκινοειδή και τα έντομα, αλλά όχι για τον άνθρωπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxicarol < νεολατιν. toxicaria (πρβλ. Tephrosia toxicaria, ονομ. τροπικού φυτού) (< λατ. toxicum «δηλητήριο» [< τοξικόν, βλ. λ. τοξικός]) + κατάλ. -οl της χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.